ψάθυρμα

ψάθυρμα
-ύρματος, το, ΝΑ
νεοελλ.
1. (γενικά) εύθρυπτη ύλη
2. (ειδικότερα) ξένη ουσία μέσα στη μάζα μετάλλου, η οποία τό καθιστά εύθρυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαθυρός «εύθρυπτος» + κατάλ. -μα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”